μιασματικός

μιασματικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μίασμα ή που προέρχεται από μίασμα, μολυντικός, μολυσματικός, μεταδοτικός («μιασματικός πυρετός»)
2. αυτός που περιέχει ή αποβάλλει μιάσματα, ρύπους, ακαθαρσίες («μιασματικό έλος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίασμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μιασματικότητα — η η ιδιότητα τού μιασματικού, μολυσματικότητα, μεταδοτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιασματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”